Από τους κορυφαίους συνθέτες όλων των εποχών, τα έργα του οποίου αποτελούν μέρος του ρεπερτορίου κάθε ορχήστρας που σέβεται τον εαυτό της.
Το πλήρες όνομά του είναι Γιοχάνες Κρισόστομους Βολφγκάνγκους Τεόφιλους (Αμαντέους) Μότσαρτ και γεννήθηκε την 8η πρωινή της 27ης Ιανουαρίου 1756 στο Ζάλτσμπουργκ, τμήμα τότε της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και νυν της Αυστρίας. Ήταν γιος του συνθέτη Λεοπόλδου Μότσαρτ και της Άννας Μαρίας Περτλ.
Ο Μότσαρτ έζησε μόνο 35 χρόνια, πρόλαβε όμως να συνθέσει περίπου 600 έργα (συμφωνικά, δωματίου, κονσέρτα, όπερες και χορωδιακά), τα περισσότερα από τα οποία είναι αριστουργήματα. Σε ηλικία τριών χρονών έπαιζε πιάνο, στα πέντε του συνέθετε και στα έξι έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο. Μιλάμε για τον ορισμό της ιδιοφυΐας.
Ο Μότσαρτ, αν και συνθέτης, είναι ένας μύθος, ένα λαϊκό είδωλο. Είχε το χάρισμα να γράφει απλές και ευκολομνημόνευτες μελωδίες, μέσα στη συνθετότητά τους. Έργα του ακούγονται όχι μόνο στις αίθουσες συναυλιών, αλλά και σε ασανσέρ, εμπορικά κέντρα, αίθουσες χειρουργείων και ως ηχητικά σήματα από κινητά τηλέφωνα.
Η μουσική του έχει και «μαγικές» ιδιότητες. Κτηνοτρόφοι παίζουν Μότσαρτ στις αγελάδες για να αυξήσουν την παραγωγή τους σε γάλα ή να μας δώσουν πιο τρυφερό κρέας. Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι η ακρόαση της μουσικής του βοηθά στην ανάπτυξη της νοημοσύνης των βρεφών και των παιδιών. Η μορφή του απεικονίζεται σε σοκολατάκια, σουβενίρ και άλλα είδη διακόσμησης.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου λέγεται ότι αν υπήρχε δυνατότητα ο Μότσαρτ να διεκδικήσει τα δικαιώματα για τη χρήση της μουσικής και του ονόματός του θα μπορούσε να αγοράσει όλη την Αυστρία. Άλλωστε, η γενέτειρά του Ζάλτσμπουργκ ζει και αναπτύσσεται μέχρι σήμερα χάρις στον Μότσαρτ. Και όμως, ο συνθέτης της «Μικρής Νυχτερινής Μουσικής», του «Ντον Τζιοβάνι» του «Μαγεμένου Αυλού» και άλλων αριστουργημάτων πάλευε για να τα φέρει βόλτα με τα οικονομικά του στον σύντομο βίο του.
Πέθανε στη μία τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου 1791, επί των επάλξεων, γράφοντας το «Ρέκβιεμ» της ζωής και της καριέρας του.
Το πλήρες όνομά του είναι Γιοχάνες Κρισόστομους Βολφγκάνγκους Τεόφιλους (Αμαντέους) Μότσαρτ και γεννήθηκε την 8η πρωινή της 27ης Ιανουαρίου 1756 στο Ζάλτσμπουργκ, τμήμα τότε της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και νυν της Αυστρίας. Ήταν γιος του συνθέτη Λεοπόλδου Μότσαρτ και της Άννας Μαρίας Περτλ.
Ο Μότσαρτ έζησε μόνο 35 χρόνια, πρόλαβε όμως να συνθέσει περίπου 600 έργα (συμφωνικά, δωματίου, κονσέρτα, όπερες και χορωδιακά), τα περισσότερα από τα οποία είναι αριστουργήματα. Σε ηλικία τριών χρονών έπαιζε πιάνο, στα πέντε του συνέθετε και στα έξι έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο. Μιλάμε για τον ορισμό της ιδιοφυΐας.
Ο Μότσαρτ, αν και συνθέτης, είναι ένας μύθος, ένα λαϊκό είδωλο. Είχε το χάρισμα να γράφει απλές και ευκολομνημόνευτες μελωδίες, μέσα στη συνθετότητά τους. Έργα του ακούγονται όχι μόνο στις αίθουσες συναυλιών, αλλά και σε ασανσέρ, εμπορικά κέντρα, αίθουσες χειρουργείων και ως ηχητικά σήματα από κινητά τηλέφωνα.
Η μουσική του έχει και «μαγικές» ιδιότητες. Κτηνοτρόφοι παίζουν Μότσαρτ στις αγελάδες για να αυξήσουν την παραγωγή τους σε γάλα ή να μας δώσουν πιο τρυφερό κρέας. Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι η ακρόαση της μουσικής του βοηθά στην ανάπτυξη της νοημοσύνης των βρεφών και των παιδιών. Η μορφή του απεικονίζεται σε σοκολατάκια, σουβενίρ και άλλα είδη διακόσμησης.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου λέγεται ότι αν υπήρχε δυνατότητα ο Μότσαρτ να διεκδικήσει τα δικαιώματα για τη χρήση της μουσικής και του ονόματός του θα μπορούσε να αγοράσει όλη την Αυστρία. Άλλωστε, η γενέτειρά του Ζάλτσμπουργκ ζει και αναπτύσσεται μέχρι σήμερα χάρις στον Μότσαρτ. Και όμως, ο συνθέτης της «Μικρής Νυχτερινής Μουσικής», του «Ντον Τζιοβάνι» του «Μαγεμένου Αυλού» και άλλων αριστουργημάτων πάλευε για να τα φέρει βόλτα με τα οικονομικά του στον σύντομο βίο του.
Πέθανε στη μία τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου 1791, επί των επάλξεων, γράφοντας το «Ρέκβιεμ» της ζωής και της καριέρας του.